H ΕΠΟΜΕΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΘΑ ΚΡΙΝΕΙ ΤΗ ΔΕΞΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ   "ΠΑΙΚΤΩΝ" 

ΤΟΥ ΦΑΙΔΩΝΑ ΛΕΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ

Oι ελληνοτουρκικές σχέσεις εισέρχονται στην κρισιμότερη φάση της σύγχρονης ιστορίας τους, η οποία ξεκίνησε από τον Ιούλιο και Αύγουστο του 1974 με την ανατροπή Μακαρίου και την τουρκική εισβολή στη Μεγαλόνησο.
Οι αποφάσεις και οι διπλωματικές κινήσεις των 35 αυτών ημερών θα σφραγίσουν το μέλλον της περιοχής και προφανώς θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό την εσωτερική πολιτική συνοχή σε Αθήνα, Αγκυρα και Λευκωσία.
Κατά πάσα πιθανότητα αύριο, αλλά οπωσδήποτε εντός των επτά προσεχών ημερών,  οι τρείς κυβερνήσεις θα έχουν στα χέρια τους το θρυλούμενο σχέδιο του Κόφι Ανάν για την επίλυση του Κυπριακού.
Την μεθεπόμενη Δευτέρα, θα υπάρξουν επίσης κρίσιμες διαβουλεύσεις στην ελληνική πρωτεύουσα μεταξύ του πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη με τον νικητή των πρόσφατων τουρκικών εκλογών  τον ηγέτη του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Από τις σημαντικότατες αυτές εξελίξεις θα κριθούν τα ακόλουθα:
- Πρώτον, αν ως το τέλος της Συνόδου Κορυφής της Κοπεγχάγης στις 14 Δεκεμβρίου, θα υπάρξει κοινά αποδεκτή επίλυση του Κυπριακού, στη βάση της δημιουργίας ενιαίου κράτους, με ισχυρή κεντρική ομοσπονδιακή κυβέρνηση και με ενιαία διεθνή φυσιογνωμία. Η αν η εμμονή της ʼγκυρας και του Ντενκτάς στην έως σήμερα χωριστική τακτική τους θα παραπέμψει τη λύση του προβλήματος στις καλένδες της αοριστίας.
- Δεύτερον, αν η νέα τουρκική κυβέρνηση � που δεν αναμένεται να σχηματισθεί νωρίτερα από τις αρχές Δεκεμβρίου θα δώσει τα κατάλληλα εχέγγυα στην Ευρωπαική Ένωση, προκειμένου η γειτονική χώρα να πάρει το πολυπόθητο γι αυτήν εισιτήριο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Κοινότητα.
Το τοπίο, έως ότου ξεκαθαριστούν οι τοποθετήσεις στα δύο αυτά ζητήματα, θα εξακολουθεί να παραμένει εξαιρετικά θολό. Είναι, πάντως, τελείως σαφές, ότι ο κ.Ανάν δεν θα εισηγηθεί ένα σχέδιο το οποίο θα απορριφθεί στη συνέχεια από τους ενδιαφερομένους.
Ολη αυτή την περίοδο είδαν το φως της δημοσιότητας διάφορα σημεία του παρουσιαζόμενου ως σχεδίου. Αλλοι είπαν, ότι κλίνει υπέρ των ελληνοκυπριακών και άλλοι υπέρ των τουρκοκυπριακών θέσεων.
Αυτό, που διευκρινίσθηκε, ωστόσο, είναι ότι το σχέδιο δεν θα οριστικοποιεί επιλογές, αλλά θα τεθεί σε διάλογο και στη «βάσανο» διορθώσεων και πιθανών συμβιβασμών.
Επίσης, παρα τις επιμέρους μεταβλητές, υπάρχει μία σταθερά:

- Την πολιτική λύση θα την υπογράψουν ταυτοχρόνως οι κ.κ. Κληρίδης και Ντενκτάς, προκειμένου στη συνέχεια να οργανωθούν τα σχετικά δημοψηφίσματα αποδοχής της λύσης και στις δύο πλευρές, για να συγκροτηθεί το νέο ομόσπονδο κράτος της Κύπρου, μέλος της Ε.Ε.

Το ουσιαστικότερο βεβαίως, στοιχείο του σχεδίου πολιτικής λύσης είναι πώς και με ποια ιδιότητα θα εμφανιστεί ο ηγέτης των Τουρκοκυπρίων να συνυπογράψει τη σύσταση του νέου κράτους της Κύπρου.

Για την Αθήνα και τη Λευκωσία αποτελεί το δυσκολότερο σημείο του σχεδίου λύσης. Κανείς δεν απαντά στο συγκεκριμένο ερώτημα και το όλο θέμα καλύπτεται με τη φράση «συμβιβασμός».
Το ίδιο θέμα, όμως, αποτελεί για την Αγκυρα το καλύτερο στοιχείο του σχεδίου: Το νέο κράτος της Κύπρου θα αποτελείται από τα δύο συστατικά κράτη, πράγμα που για την τουρκική πλευρά σημαίνει ότι το κράτος της Βόρειας Κύπρου θα αναγνωρισθεί ως οντότητα, έστω και για περιορισμένο χρονικό διάστημα, πριν από τη συγχώνευσή του στο νέο ομόσπονδο κυπριακό κράτος.
Παραμένει δε ένα ερώτημα, με ποια διαδικασία αυτό θα συγκροτηθεί και αν και ποιες θα είναι οι εγγυήτριες δυνάμεις.
Το επόμενο στοιχείο είναι αυτό της κυριαρχίας. Η Λευκωσία εμφανίζεται αποφασισμένη να επιμείνει στη θέση, ότι το κράτος της Κύπρου θα έχει μία και μοναδική κυριαρχία.
Αλλες πληροφορίες, όμως, επιμένουν ότι η νέα Κύπρος θα είναι ένα κράτος με τρεις κυριαρχίες. Μια κυριαρχία της κεντρικής κυβέρνησης, που θα εκπροσωπεί το κράτος στην Ε.Ε. και το εξωτερικό, αλλά και άλλες δύο κυριαρχίες, για καθένα από τα ομόσπονδα κράτη, ώστε να εκφράζεται η αυτονομία των περιοχών.
Τα προβλήματα αυτά παραμένουν ακόμη ανεπίλυτα. Αδιευκρίνιστος είναι επίσης, και ο βαθμός συμβιβασμού που θα αποδεχθούν όλες οι ενδιαφερόμενες πλευρές.
Στο σύνθετο, αλλά και εξαιρετικά ενδιαφέρον αυτό σκηνικό, η ελληνική και η ελληνοκυπριακή πλευρά θα προσέλθουν στη διαπραγμάτευση με δύο ατού:

- Με τη διαβεβαίωση των ισχυρότερων ευρωπαικών κυβερνήσεων, ότι η ένταξη της Κυπρου στην Ενωση είναι διασφαλισμένη και ανεξάρτητη από την πολιτική λύση του ζητήματος.
-Και, με την απροθυμία του Βερολίνου να ικανοποιήσει στην Κοπεγχάγη το τουρκικό αίτημα για τον χρονικό προσδιορισμό ενταξιακών διαπραγματεύσεων.