Για να ΜΗΝ ξεχνάμε

 H  Βενεζουέλα αποτελεί τον στόχο της ιμπεριαλιστικής πολιτικής του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, με στόχο να αποκτήσει πλήρη έλεγχο του πετρελαϊκού πλούτου της χώρας. 
  Επιεικώς, ως απαράδεκτη παραδοξότητα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί η αναγνώριση του πραξικοπηματία Γκουαϊδό, από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (με 439 ψήφους υπέρ 104, κατά και 88 αποχές) μετά τα περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΕ.
 Θα προσπαθήσουμε να δείξουμε τι ακριβώς έχει προηγηθεί πριν την «νομιμοποίηση» από ΗΠΑ, πολλά λατινοαμερικανικά κράτη και την ΕΕ του εκλεκτού της Ουάσινγκτον Γκουαϊδό, που αυτοανακηρύχθηκε πρόεδρος στη Βενεζουέλα. 
  Ξεκινώντας από την δεκαετία του 1950 όταν η Ουάσινγκτον είχε στηρίξει την στρατιωτική δικτατορία του Perez Jimenez. Ώσπου να ανατραπεί από εξέγερση μαζικής συμμαχίας σοσιαλιστικών, σοσιαλδημοκρατικών και εθνικιστικών κομμάτων.
  Τότε οι ΗΠΑ δεν επενέβησαν, αλλά προσπάθησαν να προσεταιρισθούν τα κεντρο-δεξιά κόμματα που λίγο –πολύ κήρυξαν τον πόλεμο στην Αριστερά. Σταδιακά τα κόμματα που υποστήριξαν οι ΗΠΑ πήραν την εξουσία, ώσπου να ξεσπάσουν οι αιματηρές ταραχές στην δεκαετία του 1990.
  Ούτε και τότε παρενέβησαν οι ΗΠΑ, που νόμιζαν πω ςθα μπορούσαν να συνεργασθούν με τον Ούγο Τσάβες, που είχε καταλάβει  την εξουσία. Άλλωστε ήταν πολύ απασχολημένες με όσα είχαν προκαλέσει στην Γιουγκοσλαβία ενώ προετοίμαζαν την επίθεση στο Ιράκ, με πρόφαση τον «πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας».
  Ο Τσάβες, διακήρυττε τότε πως «δεν καταπολεμάς την τρομοκρατία με την τρομοκρατία» κάνοντας την Ουάσινγκτον να καταλάβει πως «ήταν απειλή για την αμερικανική ηγεμονία στη Λατινική Αμερική». Και ελήφθη η απόφαση να τον ανατρέψουν –ακόμη πριν εθνικοποιήσει την πετρελαϊκή βιομηχανία  της χώρας του που ελεγχόταν από αμερικανικές εταιρίες. 
  Το πραξικόπημα που διοργάνωσαν οι ΗΠΑ τον Απρίλιο του 2002 κράτησε μόλις 48 ώρες, μετά από αντίδραση μερίδας του  στρατού που πήρε το μέρος εξεγερθέντων πολιτών.
  Την ανατροπή του Μαδούρο προσπάθησαν κατόπιν οι αμερικανικές  πετρελαϊκές εταιρίες με lock-out. ΚΑι η προσπάθεια αυτή απέτυχε επειδή δεν πήραν με το μέρος του ούτε τους εργαζόμενους στα π[ετρέλαι της Βενεζουέλα, ούτε τους εξαγωγείς. Έτσι ο Τσάβες εθνικοποίησε τις εταιρίες που είχαν υποστηρίξει το λοκ-άουτ.
  Η Ουάσιγνκτον δεν σταμάτησε τις προσπάθειες ανατροπής του Τσάβεζ, χρηματοδοτώντας πλουσιοπάροχα ΜΚΟ και τα αντιπολιτευόμενα κόμματα, τα οποία δεν κατόρθωσαν όμως να τον νικήσουν σε διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις. Ο Τσάβεζ κέρδιζε ολοένα και μεγαλύτερη λαϊκή υποστήριξη.
  Οι ΗΠΑ απάντησαν με οικονομικά αντίποινα, αλλά γνώρισαν γενικότερη ήττα στην περιοχή όπου επικρατούσαν μία μετά την άλλη κεντροαριστερές κυβερνήσεις στην Αργεντινή, Βραζιλία, Εκουαδόρ,Βολιβία και Ονδούρα με τις κεντρώες κυβερνήσεις στο Περού και την Χιλή να παραμένουν ουδέτερες στα αμερικανικά οικονομικά παιχνίδια.
  Η οικονομική κρίση 2008-2009 είχε αποτέλεσμα να ασχοληθεί η αμερικανική κυβέρνηση στην αντιμετώπιση των εσωτερικών προβλημάτων δίνοντας προτεραιότητα στο υπουργείο Οικονομικών και όχι στο υπουργείο Άμυνας.
  Η γενίκευση της οικονομικής κρίσης ωστόσο είχε επιπτώσεις και στην οικονομία της Βενεζουέλα που τώρα πλέον είχε νεοεκλεγμένο πρόεδρο τον Μαδούρο, μετά τον θάνατο του Τσάβες.
  Ήδη το αμερικανικό Πεντάγωνο είχε στρέψει και πάλι το ενδιαφέρον του για επεμβατική πολιτική από τη Μέση Ανατολή στη Λατινική Αμερική, με την προώθηση δεξιόστροφης στροφής στις κυβερνήσεις της Βραζιλίας, Αργεντινής, Εκουαδόρ, Περού και Χιλής.   Αποτέλεσμα ήταν να περικυκλωθεί η Βενεζουέλα.
  Ταυτόχρονα, αυξήθηκαν τα αμερικανικά οικονομικά αντίποινα που μαζί με την μείωση της τιμής του πετρελαίου δημιουργήθηκαν μεγαλύτερα οικονομικά προβλήματα με στόχο τους «Τσαβίστες» οι οποίοι στήριζαν τον Μαδούρο.
  Η αμερικανική επιθετική πολιτική  και ο οικονομικός πόλεμος εναντίον της Βενεζουέλα, διαρκεί πλέον 18 χρόνια.
 Και όπως δήλωσε ο προεδρικός σύμβουλος  για θέματα εθνικής ασφάλειας, Τζον Μπόλτον, «όλα τα ενδεχόμενα υπάρχουν στο τραπέζι» και  στο σημειωματάριο που κρατούσε στη συνέντευξη Τύπου, έγραφε «5.000 στρατό στην Κολομβία».