ΠΟΙΟΣ ΝΙΚΗΣΕ ΣΤΟΝ Β’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ;

 

Με τον τίτλο αυτό, ο Ran Ha Cohen δημοσίευσε ένα ενδιαφέρον άρθρο στην ιστοσελίδα AntiWar.com (http://antiwar.com/hacohen/?articleid=2196 ). Ο Ha Cohen διδάσκει στο Τμήμα Συγκριτικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ. Ακόμη, μεταφράζει λογοτεχνικά κείμενα από τα γερμανικά, αγγλικά και ολλανδικά και είναι κριτικός βιβλίων στην εφημερίδα Yedioth Ahronoth. Στο AntiWar.com έχει τη στήλη «Γράμμα από το Ισραήλ».

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος παίζει ένα σημαντικό ρόλο στην αντίληψή μας για την ανθρώπινη Ιστορία διότι, σε αντίθεση με την παράλογη σφαγή του Α’ Παγκ. Πολέμου, παριστάνεται σαν ιδεολογική μάχη ανάμεσα στο Καλό και το Κακό. Εκεί όπου οι Σύμμαχοι -η Βρετανία, οι ΗΠΑ, ακόμη και η ΕΣΣΔ- τόνιζαν, στα λόγια τουλάχιστον, τη δέσμευσή τους στις ανθρωπιστικές αξίες του Διαφωτισμού, η Γερμανία του Χίτλερ τις καταργούσε, λατρεύοντας στη θέση τους βαρβαρικές αξίες όπως η δύναμη και η φυλή και υπερηφανευόμενη για τη ρητή περιφρόνησή της προς την ηθική, τις διεθνείς συμβάσεις και τις αρχές της νομιμότητας.
Αυτή η ριζική διαφορά μπορεί να καταδειχτεί καλύτερα με δυο διαμετρικά αντίθετους ορισμούς των στόχων του Πολέμου. Στην Encyclopaedia Britannica (11η έκδοση) αναφέρεται:
«
Ο πολιτισμένος πόλεμος, μας λένε τα εγχειρίδια, περιορίζεται κατά το δυνατόν στον αφοπλισμό των ενόπλων δυνάμεων του εχθρού. Αλλιώς, ο πόλεμος θα συνεχιζόταν μέχρι να εξολοθρευτεί το ένα από τα δυο μέρη».
Ας το συγκρίνουμε με τα λόγια του Αδόλφου Χίτλερ:
«
Στόχος του πολέμου δεν είναι να φτάσουμε σε συγκεκριμένες θέσεις, αλλά να εξοντώσουμε σωματικά τον εχθρό. Με αυτό τον τρόπο θα εξασφαλίσουμε το ζωτικό χώρο που χρειαζόμαστε»(*)

Ευτυχώς, η ναζιστική Γερμανία έχασε τον πόλεμο. Αλλά σχεδόν 60 χρόνια μετά την ήττα της στο πεδίο της μάχης, η αντίληψη του Χίτλερ για τον πόλεμο -μέρος του Weltanschauung του- γιορτάζει την αυξανόμενη επάνοδό της στην πλανητική ιδεολογική αρένα. Η δολοφονία του ηγέτη της Χαμάς, σεΐχη Αχμέτ Γιασίν, από το Ισραήλ, είναι ορόσημο αυτής της διαδικασίας εκβαρβαρισμού του ανθρώπινου είδους.

Πόλεμος και Κατοχή

Μετά την τραυματική εμπειρία του Β’ Π.Π., η διεθνής κοινότητα ανέθεσε στους νικητές Συμμάχους να συγγράψουν τα ηθικά τους πρότυπα. Η «Σύμβαση της Γενεύης για την Προστασία των Αμάχων σε Καιρό Πολέμου» του 1950 αναφέρει ότι άτομα τα οποία δεν έχουν ενεργό συμμετοχή στις εχθροπραξίες, περιλαμβανομένων μελών των ενόπλων δυνάμεων που έχουν αφήσει τα όπλα, καθώς και όσοι έχουν τεθεί εκτός μάχης από νόσημα, τραυματισμό, κράτηση ή οποιαδήποτε άλλη αιτία, θα αντιμετωπίζονται ανθρώπινα υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις» (άρθρο 3). Μια διάταξη που αποτελεί απλό παράγωγο της ιδέας ότι στόχος του πολέμου δεν είναι η εξόντωση, αλλά ο αφοπλισμός των ενόπλων δυνάμεων του εχθρού.
Ακόμη, τα άρθρα 47-48 της Σύμβασης προστατεύουν τα άτομα που «βρίσκονται, σε περίπτωση πολέμου ή κατοχής, στα χέρια ενός συμμετέχοντος στον πόλεμο ή της δύναμης κατοχής, των οποίων δεν είναι πολίτες», και ορίζει τα δικαιώματα αυτών των «προστατευομένων ατόμων». Και πάλι, κεντρικός άξονας είναι πως η ανθρωπότητα ως σύνολο θα έπρεπε να προστατεύει τους ανθρώπους που βρίσκονται στο έλεος μιας δύναμης κατοχής, αφού η ήττα του στρατού τους δεν τους κάνει να χάσουν τα ανθρώπινα δικαιώματά τους· και ότι αυτή η ιδέα, όπως είχε αποδειχτεί στη ναζιστική κατοχή, δεν είναι πάντα σαφής στις δυνάμεις κατοχής, συνεπώς θα έπρεπε να ενισχυθεί μέσα από μια διεθνή Σύμβαση.
Η Σύμβαση παραθέτει λεπτομερειακά τις πρακτικές συνέπειες των στόχων του πολέμου όπως αναφέρονται στη Britannica, σε αντίθεση με τη χιτλερική αντίληψη περί πολέμου εξόντωσης. Έτσι, «η Δύναμη Κατοχής θα επιτρέπει σε θρησκευτικούς λειτουργούς να δίνουν πνευματική στήριξη στα μέλη των θρησκευτικών τους κοινοτήτων» (άρθρο 58).
«Καμία καταδίκη δεν θα επιβάλλεται από τα αρμόδια δικαστήρια της Δύναμης Κατοχής, παρά μόνο ύστερα από κανονική δίκη» (άρθρο 71).
«Ένας κατάδικος θα έχει το δικαίωμα έφεσης κατά τους νόμους που εφαρμόζει το δικαστήριο» (άρθρο 73).
«Σε καμία περίπτωση, θανατοποινίτες δεν θα στερούνται το δικαίωμα αίτησης για χάρη ή αναστολή. Καμία θανατική ποινή δεν θα εκτελείται πριν από την πάροδο χρονικού διαστήματος τουλάχιστον έξι μηνών» κλπ, κλπ (άρθρο 75).
Επί πλέον, η Σύμβαση έχει ειδικές πρόνοιες για «προστατευόμενα άτομα που διαπράττουν αδίκημα το οποίο αποσκοπεί μόνο στη βλάβη της Δύναμης Κατοχής» (άρθρο 68). Αυτό αντανακλά μια ακόμη παλαιότερη αρχή της φωτισμένης διεθνούς νομοθεσίας, που παραδέχεται το δικαίωμα των λαών υπό κατοχή να χρησιμοποιούν βία κατά του κατακτητή. Βασισμένος στις αρχές της «Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης» του 1907, που επιβεβαιώθηκαν από το Δικαστήριο της Νυρεμβέργης, αυτός ο προσδιορισμός έπαιξε κύριο ρόλο στην αντιμετώπιση του ναζιστικού ισχυρισμού ότι οι αντάρτες, οι μαχητές των γκέτο και οι άλλες δυνάμεις αντίστασης στα κατεχόμενα από της Γερμανία εδάφη «ήταν τρομοκράτες»: αν και οι άοπλοι πολίτες δεν θα έπρεπε ποτέ να βλάπτονται, η αντίσταση σε μια κατοχή, περιλαμβανομένης της βίαιης αντίστασης, είναι νόμιμη. Αυτό επίσης είναι μια επαγωγή της ιδέας ότι η ισχύς του κατακτητή δεν του δίνει το Απόλυτο δίκιο και ότι κάθε ανθρώπινο ον έχει το δικαίωμα να μάχεται για την πολιτική ελευθερία του/της.

Πολιτική Δολοφονία


Διαβάζοντας τα άρθρα 47-78 της Σύμβασης της Γενεύης, είναι δύσκολο να βρεθεί έστω και ένα άρθρο που ΔΕΝ έχει παραβιαστεί από το Ισραήλ ως δύναμη κατοχής. Το άρθρο 49, π.χ. -«Η Δύναμη Κατοχής δεν θα εξορίζει ή μεταφέρει τμήματα του δικού της άμαχου πληθυσμού στα εδάφη που κατέχει»- συνεπάγεται το παράνομο των εποικισμών του Ισραήλ. Ωστόσο, η δολοφονία του Σεΐχη Γιασίν αντανακλά ένα νέο επίπεδο βαρβαρότητας από πλευράς Ισραήλ.
Ο φόνος του Γιασίν είναι έγκλημα σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα. Ο φόνος ενός άοπλου ανθρώπου είναι έγκλημα. Ο φόνος ενός ανήμπορου γέρου σε αναπηρικό καρότσι είναι απεχθές έγκλημα. Αλλά η δολοφονία του Γιασίν (μαζί με άλλους οκτώ αθώους Παλαιστίνιους) απέχει από έναν απλό φόνο ενός γέρου σε αναπηρικό καρότσι. Τέτοια εγκλήματα πολέμου, που διαπράττει ο κατακτητής εις βάρος «προστατευόμενων» κατεχόμενων ανθρώπων -ο τυχαίος φόνος γέρων, παιδιών, γυναικών, αναπήρων, νοητικών πασχόντων και άλλων άοπλων, αθώων, αβλαβών και ανυπεράσπιστων «προστατευομένων» αμάχων- είναι ο άρτος ο επιούσιος που τρώνε οι Παλαιστίνιοι εδώ και χρόνια. Αλλά η δολοφονία του Γιασίν, η δολοφονία ενός θρησκευτικού και πολιτικού ηγέτη, είναι ένα έγκλημα πολύ ιδιαίτερου τύπου.
Οι δολοφονίες απαγορεύονται ρητά από το άρθρο 23β των Κανονισμών της Χάγης του 1907. Ακόμη και η αμερικανική πολιτική απαγορεύει τις πολιτικές δολοφονίες. Ένας πολιτικός ή θρησκευτικός ηγέτης (τουλάχιστον ο ηγέτης ενός κινήματος με ελεύθερη συμμετοχή, όπως ήταν ο Γιασίν) εκπροσωπεί τους υποστηρικτές του, αλλά και όλη την πολιτική ή θρησκευτική οντότητα στην οποία συμμετέχει. Δεν επιλέγεται ως άτομο, αλλά ως σύμβολο και ως εκπρόσωπος των μαζών του, είτε είναι πολιτικοί υποστηρικτές, είτε πιστοί θρησκείας, είτε και τα δύο, όπως στην περίπτωση του Γιασίν. Ο Γιασίν έγινε στόχος ως σύμβολο της θρησκείας, της κουλτούρας, της κοινωνίας και των θεσμών του Παλαιστινιακού λαού. Θυμηθείτε ότι η Χαμάς δεν είναι μόνο μια τρομοκρατική οργάνωση, όπως οι ΗΠΑ και το Ισραήλ θέλουν να σκεφτόμαστε, ούτε μόνο ένα κόμμα. Η Χαμάς διαχειρίζεται ολόκληρο δίκτυο από σχολεία, κλινικές και κοινωνικές υπηρεσίες, σε μια κοινωνία εξαθλιωμένη σε σημείο λιμού από δεκαετίες εκμετάλλευσης και χρόνια αποκλεισμού. Το θέμα δεν είναι αν μας αρέσει ή όχι η θρησκευτική πίστη του Γιασίν. Ούτε το γεγονός ότι το ίδιο το Ισραήλ είχε ενθαρρύνει και υποστηρίξει την άνοδο της Χαμάς τη δεκαετία του ’80, ελπίζοντας να αδυνατίσει την PLO του Αραφάτ. Το κρίσιμο σημείο είναι ό,τι ο Ισραηλινός πολιτικός κοινωνιολόγος Lev Grinberg χαρακτήρισε «συμβολική γενοκτονία»: «Αφού ο κόσμος δεν θα επιτρέψει την πλήρη εξόντωση, στη θέση της διεξάγεται μια συμβολική εξόντωση». Το μήνυμα αυτής της φρικαλεότητας είναι το εξής: ο πόλεμος του Ισραήλ δεν αποσκοπεί στον αφοπλισμό των ενόπλων δυνάμεων του εχθρού, αλλά στην εξόντωσή τους, τουλάχιστον συμβολικά.

Ο Γιασίν ήταν θρησκευτικός ηγέτης, δεν ήταν άγιος. Αντιστεκόταν στην κατοχή, πράγμα που ήταν βασικό δικαίωμά του. Από την άλλη, υποστήριζε μια κατάπαυση πυρός και μόλις πριν από λίγες εβδομάδες είχε προσφερθεί να αφήσει τους πολίτες εκτός του κύκλου της βίας, μια πρόταση που είχε απορριφθεί από την κυβέρνηση Σαρόν. Ασφαλώς παρότρυνε στη χρήση βίας, ενδέχεται να ήταν υπεύθυνος για τρομοκρατία. Μπορεί να συμφωνούσε με την αντίληψη του Χίτλερ περί πολέμου, αντί για εκείνη της Britannica. Αν ήταν έτσι, μπορούσε και έπρεπε να συλληφθεί και να δικαστεί. Οι άνθρωποι είναι αθώοι μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου στο δικαστήριο. Ο φόνος ενός ανθρώπου χωρίς δίκη –όχι κάποιου που μετέφερε μια βόμβα, όχι ενός ενόπλου σε μάχη- είναι τρομοκρατία, είναι βαρβαρότητα. Όταν αυτοί που υποστηρίζουν ότι αντιμάχονται την τρομοκρατία και τη βαρβαρότητα γίνονται οι ίδιοι βάρβαροι τρομοκράτες, χάνουν την αξίωσή τους για δικαιοσύνη.
Το Ισραήλ είχε συλλάβει το Γιασίν στο παρελθόν. Αυτή τη φορά, δεν το αποπειράθηκε καν. Ίσως επειδή δεν είχε αποδεικτικά στοιχεία, ίσως λόγω της περιφρόνησης του ισραηλινού στρατού απέναντι στους νομικούς κανόνες. Αλλά πάνω απ’ όλα, ο φόνος του Γιασίν αποσκοπούσε στο να αλλάξουν οι κανόνες του παιχνιδιού: να σηματοδοτηθεί ότι στόχος αυτού του πολέμου είναι η εξόντωση του εχθρού, όχι απλά η ήττα του, και ότι από εδώ κι εμπρός τα πάντα είναι πιθανά. Για το σκοπό αυτό, ο φόνος του ανήμπορου Γιασίν στο αναπηρικό καρότσι του, την ώρα που επέστρεφε σπίτι του ύστερα από μια νύχτα προσευχής, ήταν ένα πολύ αποτελεσματικότερο μήνυμα από π.χ. το φόνο του ένοπλου και ένστολου «λαϊκού» Αραφάτ. Το μήνυμα είναι: το Ισραήλ δεν έχει οποιουσδήποτε ηθικούς ή νομικούς φραγμούς. Το Ισραήλ μπορεί να στοχοποιεί γέρους και ανάπηρους, πολιτικούς ηγέτες και θρησκευτικούς λειτουργούς. Αν μπορούμε να σκοτώσουμε το Γιασίν, λέει η Ιερουσαλήμ, μπορούμε να σκοτώσουμε οποιονδήποτε. Κανένας δικαστής, καμία ηθική, καμία σύμβαση και κανένας νόμος δεν μπορεί να σταματήσει τους πυραύλους μας.

Από την Ιερουσαλήμ στην Ουάσιγκτον

Η Μ. Βρετανία, που διατηρεί ακόμη ζωντανή την ανάμνηση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αντιλήφθηκε αυτό το μεγάλο άλμα προς τη Βαρβαρότητα και καταδίκασε τη δολοφονία. Η αμερικάνικη αντίδραση, όμως, περιορίστηκε στα συνηθισμένα αηδιαστικά στερεότυπα για το «Δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα» και τις «προειδοποιήσεις σε αμφότερες τις πλευρές». Υπό τους ανθρώπους του Μπους –που οι πρόγονοί του δεν είχαν καμία ηθική αναστολή να συναλλάσσονται με τον Χίτλερ- το Ισραήλ έχει γίνει η αιχμή της αναβίωσης της ιδεολογίας που ηττήθηκε στον Β’Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέσα σε λίγα χρόνια, από οπισθοφυλακή η οποία έδινε παλιομοδίτικους πολέμους για παλιομοδίτικους σκοπούς, το Ισραήλ μετατράπηκε σε εμπροσθοφυλακή της βαρβαρότητας, ακολουθούμενο από κοντά από τις ΗΠΑ. Όλο το οπλοστάσιο βαρβαρότητας της ισραηλινής κατοχής -το υλικό, τακτικό, στρατηγικό, γλωσσικό και ιδεολογικό οπλοστάσιο- προωθείται από τη Γάζα στη Βαγδάτη, από τη Φυλακή Megido στο Γκουαντανάμο, από τη Jerusalem Post στη Washington Post.

«Ένα Συστατικό Γεγονός»

Μετά τη δολοφονία, στρατιωτικοί κύκλοι του Ισραήλ, όπως αναφέρεται στη Ha'aretz (23.3.04), τη χαρακτήρισαν «συστατικό γεγονός», ένα γεγονός που προορίζεται να γράψει Ιστορία. Έτσι είναι. Αν δεν αναδυθεί μια παγκόσμια αντίδραση σ’ αυτή τη βαρβαρότητα -όχι μια αντίδραση τύπου Αλ Κάιντα, αλλά κάτι σαν το πρόσφατο ισπανικό παράδειγμα. Αν δεν ανανεώσουμε τον αγώνα για την κληρονομιά των Συμμάχων που νίκησαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και δεν απαλλαγούμε απ’ όλους όσοι είναι υπεύθυνοι για τον εκβαρβαρισμό του ανθρώπινου είδους, η δολοφονία του Σεΐχη Γιασίν από το Ισραήλ ίσως μπει στην Ιστορία ως η στιγμή όπου η αντίληψη του Χίτλερ περί πολέμου εξόντωσης, περί περιφρόνησης των βασικών πεποιθήσεων και συμβάσεων της ανθρωπότητας, γνώρισε το θρίαμβό της, έτσι όπως τη συμμερίζεται και την επέβαλε ο άξονας των Σαρόν, Μπους και Μπιν Λάντεν.
---

(*) Και τα δυο αποσπάσματα προέρχονται από το βιβλίο του Eric Hobsbawm, "Barbarism: A User's Guide", κεφάλαιο On History (The New Press, 1997)

 

Story from Indymedia Athens newswire
http://athens.indymedia.org/