Διαδώστε το στυξ με αυτό το banner στην διεύθυνση http://www.styx.gr/

Του Κώστα Μπετινάκη

 

Διαβάζοντας το ξένο Τύπο, όλες αυτές τις μέρες που κρατούσε η τραγωδία των ομήρων στο θέατρο της Μόσχα, ξύπνησαν μνήμες από την εποχή της περιπέτειας στο Κοσσυφοπέδιο.

Άλλες εφημερίδες αποκαλούσαν τους Τσετσένους αντάρτες, άλλες τρομοκράτες, άλλες αγωνιστές.

Όσο για τον Ρώσο πρόεδρο, λίγο απέχει να χαρακτηριστεί από ορισμένες υπέρμετρα φιλελεύθερες βρετανικές κυρίως εφημερίδες, ως απολυταρχικός. Όπως ο Μιλόσεβιτς τον προηγούμενο αιώνα...

Στον πόλεμο εναντίον της ρωσικής πολιτικής στην Τσετσενία, έχουν επιστρατευθεί, οι ίδιες δυνάμεις που πολεμούσαν την πολιτική του Μιλόσεβιτς, όταν ξέσπασαν τα πρώτα επεισόδια στο Κοσσυφοπέδιο.

Μόνο ο αμερικανικός Τύπος, παρακολουθεί από κάποια απόσταση, χωρίς να είναι λαύρος, μια και ο Πούτιν έχει εκμεταλλευτεί την  εκστρατεία του προέδρου Μπους εναντίον της τρομοκρατίας και των κοινών ισλαμιστών εχθρών.

Ας πάρουμε όμως καλύτερα τα πράγματα από την αρχή, κι ας θυνηθούμε ποιοι ακριβώς κρύβονταν πίσω από την εξέγερση των Βόσνιων Μουσουλμάνων και ποιοι χρηματοδοτούσαν τον Ιζετμπέκοβιτς. Αν δεν μας απατά η μνήμη μας, ήταν η Σαουδική Αραβία. Υπήρχε και ιερός ισλαμικός λόχος που πολεμούσε δίπλα στους Βόσνιους Μουσουλμάνους. (Η Βοσνία, είναι η πρώτη χώρα που είχε αναγορεύσει το θρήσκευμα σε εθνότητα).

Ύστερα συναντάμε μέλη της  Αλ Κάιντα, και τον ηγέτη της

Οσάμα μπιν-Λάντεν να πολεμούν στο πλευρό των ανταρτών του Απελευθερωτικού Στρατού Κοσσυφοπεδίου. Τότε που η Σαουδική Αραβία, χρηματοδοτούσε επίσημα την Αλ Κάιντα. ¨οπως και η CIA, που ταυτόχρονα εξόπλιζε τον ΑΣΚ ( ή Ου Τσε Κα) παίζοντας ένα διπρόσωπο και προβοκατόρικο παιχνίδι προκειμένου να εμπλέξει βαθειά στην κρίση τον προγραμμένο Μιλόσεβιτς.

Ήταν τότε ακόμα που ο εκείνη την εποχή πρεσβευτής των ΗΠΑ στα Σκόπια, δεν δίσταζε να αποκαλεί «τρομοκράτες» τον ΑΣΚ. Μόνο και μόνο για να τσιμπήσει το δόλωμα ο Μιλόσεβιτς και αν επιτεθεί με στρατιωτικές δυνάμεις εναντίον των ανταρτών στο Κοσσυφοπέδιο. Και να εξεγερθεί η αμερικανική κυβέρνηση από τον άνισο αγώνα.

Στην περίπτωση της Τσετσενίας, ενώ τα δυτικά μέσα είχαν επανειλημμένα βάλει εναντίον της πολιτικής του Κρεμλίνου.

‘Ωσπου ξέσπασε ο περιβόητος πόλεμος εναντίον της τρομοκρατίας.

Γεγονός είναι πως οι Τσετσένοι αυτονομιστές ατνάρτες πιστεύουν στο ακραίο Ισλάμ, τροφοδοτούνται με μεγάλα χρηματικά ποσά από χώρες της Μέσης Ανατολής, διατηρώντας μεγάλες συμπάθειες σε αρβαικά κράτη. Είναι ακόμα γνωστό, ότι πολλοί ΄Αραβες, πολεμούν στο πλευρό των Τσετσένων.

Όλοι αυτοί που είχαν εκπαιδευτεί στα περίφημα στρατόπεδα της Αλ Κάιντα, στο Αφγανιστάν και το Πακιστάν.

Οι Τσετσενοι δεν ικανοποιούνται από το καθεστώς αυτονομίας και αυτοδιοίκησης που τους έχει προσφέρει η Μόσχα, αλλά επιθυμούν ανεξάρτητο κράτος. Το οποίο έχουν μόνοι ανακηρύξει από το 1991, μετά την διάλυση της ΕΣΣΔ.

Κάτι που το Κρεμλίνο βλέπει ως απαρχή της διάλυσης της Ρωσικής Ομοσπονδίας και αντεπιτέθηκε.

Από τον Ιανουάριο του 2001, ο πρόεδρος Πούτιν έχει εξαγγείλει πως η Τσετσενία, θα διοικείται πλέον αποκλειστικά από τη Μόσχα.

Στον στρατιωτικό τομέα, ο ρωσικός στρατός, φαίνεται να έχει αποκλείσει τους αντάρτες στα ορεινά, και έτσι οι οποιεσδήποτε διαβουλεύσεις, όταν αρχίσουν θα έχουν πάλι το Κρεμλίνο να έχει το πάνω χέρι.

Ως τότε, οι γνωστές οργανώσεις προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καταγγέλουν τις παραβιάσεις, σε μια εμπόλεμη περιοχή. Λες κι υπάρχει μεγαλύτερη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τον πόλεμο και τα επακόλουθά του.

 

Ο Παράγοντας Πετρέλαιο

Οι Ρώσοι στρατιωτικοί και η τοπική αστυνομία της Τσετσενία, απολα,μβάνουν τεράστια ποσά  από την παράνομη διακίνηση πετρελαίου, καταγγέλλουν τσετσένοι αξιωματούχοι, αλλά και  απλοί κάτοικοι της περιοχής.

Στις 3 Οκτωβρίου, ο Ρώσος στρατιωτικός διοικητής  στο Βόρειο Καύκασο στρατηγός Βλαντίμιρ Μολντενσκόι, δήλωσε πως 300 παράνομα διυλιστήρια  καταστράφηκαν  σε διάστημα τεσσάρων ημερών. Κι όμως ξεπερνούν τούς 500.000 τόννους  πετρέλαιο που εξήχθησαν παράνομα από την Τσετσενία, πέρυσι.

 

Πολλά σενάρια παίζονται. Με κυρίαρχο εκείνο που θέλει τη Ρωσία να είναι ο αντίπαλος της Δύσης στον 3ο παγκόσμιο πόλεμο.

‘Ετσι αντί να δίνουν συγχαρητήρια για τη νίκη του εναντίον των τρομοκρατών στον πρόεδρο Πούτιν, προσπαθούν να του ψαλιδίσουν τα φτερά, καταγγέλοντας που χρησιμοποίησε χημικά αέρια για την εξουδετέρωση των Τσετσένων ανταρτών. (Και μαζί μιας εκατοντάδας Ρώσωνπολιτών).

Μόνο που ο Πούτιν δεν είναι πρόεδρος μιας μικρής χώρας και το κυριότερο είναι πρόεδρος μιας πυρηνικής χώρας, Αυτό και μόνο αρκεί να τον υπολογίζουν περισσότερο, αντί να του συμπεριφέρονται ως Σαντάμ, Μιλόσεβιτς, η Κιμ Γιονγκ Ιλ.

 «Οι περισσότεροι Ρώσοι, εξακολουθούν να εμπιστεύονται τον Πούτιν, παραμερίζοντας ακόμα τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν λόγω της δύσκολης οικονομικής κατάστασης. Μερικοί κάνουν πως δεν βλέπουν και την άκαμπτη πολιτική  του στο ζήτημα της Τσετσενίας. Αυτά όμως προς το παρόν. Γιατί πολύ σύντομα, δεν θα είναι δυνατόν να μην αντιμετωπίσουν προβλήματα που θα έχουν προκληθεί από την πολιτική Πούτιν απένατι στους Τσετσένους...»
Η προφητική  Moskovsky Komsomolets - (23 Απριλί
ου 2002)


Η τραγωδία με την ομηρία και την  αιματηρή  επιχείρηση για την απελευθέρωση εκατοντάδων Μοσχοβιτών από το θέατρο που τους κρατούσαν οι Τσετσένοι αυτονομιστές, αποτελεί άλλη μία υπόμνηση στο Κρεμλίνο, πόσο άσχημα επακόλουθα μπορεί να έχει η σκληρή, άκαμπτη πολιτική του  στην Τσετσενία.
«Μια αποτυχημένη πολιτική, όπως έχουν δείξει δύο εισβολές στο έδαφος της Τσετσενία από τις ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις που δεν ήθελαν να αναγνωρίσουν την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας των Τσετσένων, μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης», γράφει ο Τζόναθαν Στηλ στην Γκάρντιαν.
Εχουν περάσει έντεκα χρόνια, από τότε που οι τσετσένοι δείχνουν σημάδια ανυπακοής, μια και δεν τους αναγνωρίζεται το δικαίωμα για ανεξαρτησία, που είχαν οι τρεις μικρές δημοκρατπίες της Βαλτικής, αλλά καιοι υπόλοιπες σοβιετικές δημοκρατίες, που πήραν χωριστούς δρόμους, μετά τη διάλυση της ομοσπονδίας. Οι Τσετσένοι όμως, δεν αποτελούσαν χωριστή σοβιετική δημοκρατία, αλλά μέρος της «Μητέρας Ρωσίας». Αν και ο τελευταίος Σοβιετικός πρόεδρος Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, αποδέχτηκε μοιρολατρικά το τέλος της αυτοκρατορίας, ο πρώτος πρόεδρος της ανεξάρτητης νέας Ρωσίας Μπορίς Γιέλτσιν δεν ήθελε με κανένα τρόπο να αποδεχτεί πως η πολυεθνική Ρωσικής Ομοσπονδία μπορούσε να διαλυθεί όπως η Σοβιετική Ενωση.
Η τακτική που ακολούθησε εναντίον των Τσετσένων και του ηγέτη τους Ντοκάρ Ντουντάγεφ, ήταν αρχικά οικονομικά αντίποινα. Σε μια προσπάθεια να απομονώσει την μικρή, αλλά πλούσια σε πετρελαϊκά κοιτάσματα περιοχή στα βόρεια των παρυφών του Καυκάσου και να εξαναγκάσει τους κατοίκους της να γονατίσουν.
Όταν απέτυχε, Μπορίς Γιέλτσιν, πήρε την καταστροφική απόφαση να στείλει στρατεύματα στην Τσετσενία το 1994. Οι σύμβουλοί του τον είχαν διαβεβαιώσει πως επρόκειτο για μια απλή επιχείρηση την οποία θα ολοκλήρωνε, με επιτυχία, μέσα σε λίγες βδομάδες, αν όχι μερικές μέρες.
Ξεχνούσαν, ή του είχαν αποκρύψει, ότι οι Τσετσένοι ήταν οι πλέον σκληροτράχυλοι επαναστάτες στα όρια της Ομοσπονδίας. Είχαν αντισταθεί σθεναρά στην κατάκτησή τους από τα Τσαρικά στρατεύματα στο 19ο αιώνα, αλλά μεγαλύτερη αντίσταση είχαν προβάλει όταν ο Στάλιν είχε σχεδιάσει τις περιβόητες μαζικές μετακινήσεις του πληθυσμού προς την Κεντρική Ασία, το 1944. Για να πετύχουν επί Νικήτα Χρουτσόφ, να επιστρέψουν στην πατρική γη, το 1956.
Η σκληρή συμπεριφορά των ρωσικών στρατευμάτων ως δυνάμεων κατοχής ξύπνησε πικρές αναμνήσεις μιας παλιάς έχθρας. Η αντίσταση των Τσετσένων -δεν βασίστηκε τόσο στην διαφορετική θρησκεία (Μουσουλμάνοι εναντίον Χριστιανών) όσο στην εθνική υπερηφάνεια ενός σκληροτράχυλου ορεσίβιου λαού.


Οι μαζικοί και χωρίς διάκριση ρωσικοί βομβαρδισμοί, μετέτρεψαν την πρωτεύουσα Γκρόσνι σε σωρό ερειπίων, ισοπεδώνοντας ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα με πολυκατοικίες. Δεκάδες χιλιάδες οι νεκροί.
Οι Ρώσοι το 1995 είχαν κατορθώσει να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τα πεδινά, αλλά τα ορεινά περάσματα και οι βουνοκορφές ελέγχονταν από τους Τσετσένουςαντάρτες. Τότε σημειώθηκαν και οι πρώτες περιπτώσεις συλλήψεων Ρώσων ομήρων από Τσετσένους. Το 1996, ο στρατηγός Αλεξάντρ Λέμπεντ, από τους Ρώσους διοικητές στον πόλεμο του Αφγανιστάν, που είχε σταλεί από το Γιέλτσιν να καταβάλει την αντίσταση των Τσετσένων, τελικά έπεισε το Κρεμλίνο να αποσύρει τα στρατεύματά του. Η συμφωνία που υπεγράφη μιλούσε για αυτονομία, όχι όμως για ανεξαρτησία.
Ο Ασλάν Μασχάντοφ, επιτελάρχης των Τσετσένων ανταρτών εκλέγεται πρόεδρος στις αρχές του 1997 καλούμενος να κυβερνήσει ένα ανυπότακτο και κατεστραμένο κράτος, με τους ανυπάκουςους αντάρτες να συλλαμβάνουν ομήρους, ξένους και Τσετσένους αδιάκριτα.
Μια νέα κρίης ξέσπασε τον Αύγουστο του 1999 όταν μικρή ομάδα ισλαμιστών ανταρτών εισέβαλε στη μικρή δημοκρατία του Νταγκεστάν από την Τσετσενία. Το ρωσικό πυροβολικό, προσπάθησε να απωθήσει του εισβολείς. Ακολούθησαν σειρά από βομβιστικές επιθέσεις σε πολυκατοικίες στη Νότια Ρωσία αρχικά, και κατόπιν στην καρδιά της Μόσχας. Οι νεκροί ξεπερνούσαν τους 300.
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν, μόλις έχοντας διοριστεί πρωθυπουργός από τον Γιέλτσιν, αποφάσισε να ξαναστείλει το στρατό στην Τσετσενία, χωρίς ποτέ να έχει αποδειχτεί πως οι Τσετσένοι κρύβονταν πίσω από τις τρομοκρατικές επιθέσεις.
Οι Ρώσοι ικανοποιημένοι από την απόφαση το έδειξαν στις εκλογές του Δεκεμβρίου 1999 καθιστώντας τον Πούτιν και τους συμμάχους του την κύρια πολιτική δύναμη, παρόλο που η οικονομική πολιτική Γιέλτσιν προκαλούσε φτώχεια και ανεργία.
Μπορεί ο Πούτιν να κέρδισε με την απόφαση για νέα εισβολή, αλλά τρία χρόνια μετά τα ρωσικά στρατεύματα εξακολουθούν να βρίσκονται σε δυσχερή θέση (τον Αύγουστο οι αντάρτες κατέρριψαν ελικόπτερο με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 116 Ρώσοι στρατιώτες). Δεκάδες χιλιάδες τσετσένοι έχουν υποχρεωθεί να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να καταφύγουν στην γειτονική Ιγκουσετία, ενώ οι Ρώσοι κάτοικοι της Τσετσενίας την έχουν εκγαταλείψει εδώ και καιρό.
Ο Ρώσος πρόεδρος έσπευσε να υιοθετήσει τον πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας του προέδρου Μπους, ενώ οι δυτικοί σταμάτησαν να επικρίνουν τη ρωσία για την τακτική
της στην Τσετσενία. Ωστόσο, το αδιέξοδο παραμένει.

 

 

Subscribe in a reader Facebook page Follow me